ημιυμενώδης

ημιυμενώδης
-ες
ανατ. ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semimembranosus (muscle) < semi- (πρβλ. ημι-) + membranosus «υμενώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”